- κεραμεῖον
- κερᾰμ-εῖον, τό,A potter's workshop, Aeschin.3.119, IG22.1635.143, PSI4.445.2 (iii B.C.).II [dialect] Ion. [suff] κερᾰμ-ήϊον, = κεράμιον, Hom. Epigr.14.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραμεῖον — potter s workshop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεῖα — κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείο(ν) — το (Α κεραμεῑον, ιων. τ. κεραμήϊον) [κεραμεύς] το εργαστήριο τού κεραμέα («ἐξειργασμένον τοῡτο τὸ πεδίον καὶ κεράμεια ἐνῳκοδομημένα», Αισχίν.) αρχ. (ο ιων. τ.) κεραμήϊον το κεράμιον* … Dictionary of Greek
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
κεραμείοις — κεραμεί̱οις , κεραμεῖον potter s workshop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείου — κεραμεί̱ου , κεραμεῖον potter s workshop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείων — κεραμεί̱ων , κεραμεῖον potter s workshop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείῳ — κεραμεί̱ῳ , κεραμεῖον potter s workshop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμήια — κεραμήϊα , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc pl κεραμήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμήιον — κεραμήϊον , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc sg κεραμήιος masc acc sg κεραμήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)